πορευτικά

πορευτικά
πορευτικός
going on foot
neut nom/voc/acc pl
πορευτικά̱ , πορευτικός
going on foot
fem nom/voc/acc dual
πορευτικά̱ , πορευτικός
going on foot
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πορευτικάς — πορευτικά̱ς , πορευτικός going on foot fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορευτικός — ή, ό / πορευτικός, ή, όν, ΝΑ [πορεύω] 1. αυτός που μπορεί να πορεύεται, να βαδίζει («τὰ δὲ πορευτικά, οἷον τὸ τῶν καρκίνων γένος», Αριστοτ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πορεία, οδοιπορικός νεοελλ. φρ. «πορευτικά κύτταρα» ανατ. ονομασία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”